συναγωνιστής

συναγωνιστής
ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. συναγωνιστάς Α, και θηλ. συναγωνίστρια Ν [συναγωνίζομαι]
αυτός που αγωνίζεται από κοινού με άλλον, αγωνιστής σε κοινό αγώνα και για κοινό σκοπό, σύμμαχος, συμμαχητής
νεοελλ.
αυτός που συναγωνίζεται κάποιον, αυτός που βρίσκεται σε άμιλλα με κάποιον
αρχ.
1. αυτός που παίρνει μέρος σε αγώνα για βραβείο
2. συνένοχος
3. φρ. «τραγικοὶ συναγωνισταί» — εταιρεία τεχνικών τού θεάτρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συναγωνιστής — one who masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωνιστής — ο θηλ.συναγωνίστρια 1. συμπολεμιστής: Στο μνημόσυνο αυτό του ήρωα μίλησε ένας παλιός συναγωνιστής του. 2. ανταγωνιστής: Δεν είχε αξιόλογους συναγωνιστές στο άθλημά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συναγωνισταῖς — συναγωνιστής one who masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωνισταί — συναγωνιστής one who masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωνιστοῦ — συναγωνιστής one who masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωνιστῇ — συναγωνιστής one who masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωνιστήν — συναγωνιστής one who masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωνιστῶν — συναγωνιστής one who masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αθανασίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξιος (Μενδενίτσα Λοκρίδας 1795 – 1849). Πολέμησε υπό τις διαταγές του Δυοβουνιώτη. Διακρίθηκε στη Στερεά Ελλάδα και στις μάχες της Αθήνας. 2. Αναγνώστης. Καταγόταν από το Αγκίστρι της Αίγινας. Πήρε μέρος σε… …   Dictionary of Greek

  • ξυναγωνιστάς — συναγωνιστά̱ς , συναγωνιστής one who masc acc pl συναγωνιστά̱ς , συναγωνιστής one who masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”