- συναγωνιστής
- ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. συναγωνιστάς Α, και θηλ. συναγωνίστρια Ν [συναγωνίζομαι]αυτός που αγωνίζεται από κοινού με άλλον, αγωνιστής σε κοινό αγώνα και για κοινό σκοπό, σύμμαχος, συμμαχητήςνεοελλ.αυτός που συναγωνίζεται κάποιον, αυτός που βρίσκεται σε άμιλλα με κάποιοναρχ.1. αυτός που παίρνει μέρος σε αγώνα για βραβείο2. συνένοχος3. φρ. «τραγικοὶ συναγωνισταί» — εταιρεία τεχνικών τού θεάτρου.
Dictionary of Greek. 2013.